- φελσίτης
- ο, Ν(πετρογρ.) εκρηξιγενές πέτρωμα που αποτελείται σε ποσοστό πάνω από 50% από ανοιχτόχρωμα ορυκτά, όπως είναι οι άστριοι, τα αστριοειδή, τα ορυκτά τού διοξειδίου τού πυριτίου και ο μοσχοβίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. felsite < fels-par (άλλος τ. τής λ. feldspar «είδος ορυκτού», κατ' επίδραση τού γερμ. Fels «βράχος, πέτρα») + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.